-έςαυτός μέσα από τον οποίο δεν περνά το φως, ώστε να μπορεί κάποιος να δει μέσα και πέρα από αυτόν, ο μη διαφανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + διαφανής.ΠΑΡ. αδιαφάνεια].