αετής
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
ἀετής, -ές (Α)
ο αὐετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ-Fετής (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F) < ἀ- αθροιστ. + ἔτος.