κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
αἱματουργός, -όν (Μ)αυτός που προκαλεί αιματοχυσία, ο φονικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, -ατος + -ουργός < ἔργον.