αιματουργός

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371

Greek Monolingual

αἱματουργός, -όν (Μ)
αυτός που προκαλεί αιματοχυσία, ο φονικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα, -ατος + -ουργός < ἔργον.