αἱματουργός
From LSJ
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
English (LSJ)
ή, ον, murderous, Ἄρεος δύναμις Porph. ap. Eus.PE3.11.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτουργός) -ή, -όν
que produce sangre, asesino Ἄρεως δύναμις Porph. en Eus.PE 3.11.39.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματουργός: -όν, ὁ πρόξενος αἱματοχυσίας, Πορφ. παρ’ Εὐσεβίῳ ΙΙΙ 204D.