αιτιότητα

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. σχέση αιτίας και αποτελέσματος
2. υπαιτιότητα, ενοχή
3. «αρχή της αιτιότητας» — το φιλοσοφικό αξίωμα ότι κάθε γεγονός έχει την αιτία του και οι ίδιες αιτίες -υπό τις αυτές συνθήκες- παράγουν τα ίδια αποτελέσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίτιον ή αιτία].