Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
αἰολόστομος, -ον (Α)(για χρησμούς) ασαφής, αόριστος, διφορούμενος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + στόμα.