ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
αἱμόδιψος, -ον (Α)ο αιμοδιψής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + δίψα.ΠΑΡ. νεοελλ. αιμοδιψία].