οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep
αἱμόδιψος, -ον (Α)ο αιμοδιψής.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + δίψα.ΠΑΡ. νεοελλ. αιμοδιψία].