αισχίων
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
αἰσχίων, -ον (Α)
συγκριτικός του αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. αἶσχος).
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
αἰσχίων, -ον (Α)
συγκριτικός του αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. αἶσχος).