αισχίων

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

αἰσχίων, -ον (Α)
συγκριτικός του αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ βλ. λ. αἶσχος).