αἰσχίων

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241

French (Bailly abrégé)

Cp. de αἰσχρός.

German (Pape)

comp. zu αἰσχρός.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχίων: compar. к αἰσχρός.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχίων: αἴσχιστος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ αἰσχρός, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

αἰσχίων: αἴσχιστος, συγκρ. και υπερθ. του αἰσχρός.