αισθησιαρχία
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
Greek Monolingual
η
η αισθησιοκρατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος της φιλοσοφίας που πλάστηκε από τον Γρατσιάτο για να αποδώσει στα Ελληνικά το sensualismus < λατ. sensualis, «ο αναφερόμενος στις αισθήσεις, αισθητικός» < sensus «αίσθηση» — ο όρος έχει αποδοθεί επίσης και ως αισθησιοκρατία, αισθησιολογία, αισθητισμός, αισθητοφροσύνη].