αισθησιαρχία
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
η
η αισθησιοκρατία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Όρος της φιλοσοφίας που πλάστηκε από τον Γρατσιάτο για να αποδώσει στα Ελληνικά το sensualismus < λατ. sensualis, «ο αναφερόμενος στις αισθήσεις, αισθητικός» < sensus «αίσθηση» — ο όρος έχει αποδοθεί επίσης και ως αισθησιοκρατία, αισθησιολογία, αισθητισμός, αισθητοφροσύνη].