ακρωνύχιο

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το ή δόντι Ναυτ.
η άκρη του πτερυγίου (νυχιού) της άγκυρας, με το οποίο αυτή στερεώνεται στον βυθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρ(ο) (Ι) + ονύχιον
η λ. αποδίδει τον γαλλ. όρο bee d' ancre].