ακρωνύχιο

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

το ή δόντι Ναυτ.
η άκρη του πτερυγίου (νυχιού) της άγκυρας, με το οποίο αυτή στερεώνεται στον βυθό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρ(ο) (Ι) + ονύχιον
η λ. αποδίδει τον γαλλ. όρο bee d' ancre].