ακρογιαλίτης
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
-ισσα, -ικο
αυτός που κατοικεί στα παράλια ή προέρχεται από την παραλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρογιαλιά.
ΠΑΡ. ακρογιαλίτικος].