αλατούχος

From LSJ
Revision as of 10:23, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

-ο
αυτός που περιέχει αλάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άλας -ατος + -ούχος < έχω πρβλ. αγγλ. saline].