οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
η1. άκρη, όχθη ποταμού2. περιοχή κοντά σε ποταμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + ποταμιά.ΠΑΡ. ακροποταμίτσα, ακροποταμίτης].