Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die
ἀλαβαστοθήκη, η (Α)1. σκεύος για τη φύλαξη αλαβάστρινων κοσμημάτων2. μικρό κουτί, κουτάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλάβαστος + θήκη.