αλαφρός
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Greek Monolingual
-ιά, -ιό
ο ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἐλαφρός. Το επίθ. προήλθε από τον πληθ. του ουδετέρου (τα ελαφρά-τα ‘λαφρά) με μετακίνηση τών ορίων του μορφήματος (της λέξης) λόγω κακού χωρισμού: τ’ αλαφρά, από όπου αναλογικά και ο τ. αλαφρός. Από τους τύπους ελαφρά-τα ‘λαφρά προήλθε αναλογικά και τ. λαφρός. Εξάλλου ο τ. ελαφρύς-‘λαφρύς σχηματίστηκε με αναλογική επίδραση του αντιθέτου βαρύς, ο δε τ. αλαφριός προήλθε από το θηλ. αλαφριά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροσύνη, αλαφρούτσικος, αλαφρωμάρα. αλαφρωπός.
ΣΥΝΘ. βλ. αλαφρο-].