αλαφρός

From LSJ
Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

-ιά, -ιό
ο ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἐλαφρός. Το επίθ. προήλθε από τον πληθ. του ουδετέρου (τα ελαφρά-ταλαφρά) με μετακίνηση τών ορίων του μορφήματος (της λέξης) λόγω κακού χωρισμού: ταλαφρά, από όπου αναλογικά και ο τ. αλαφρός. Από τους τύπους ελαφρά-ταλαφρά προήλθε αναλογικά και τ. λαφρός. Εξάλλου ο τ. ελαφρύς-‘λαφρύς σχηματίστηκε με αναλογική επίδραση του αντιθέτου βαρύς, ο δε τ. αλαφριός προήλθε από το θηλ. αλαφριά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροσύνη, αλαφρούτσικος, αλαφρωμάρα. αλαφρωπός.
ΣΥΝΘ. βλ. αλαφρο-].