αλατωρύχος
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
Greek Monolingual
ο
1. εργάτης αλατωρυχείου
2. αυτός που εκμεταλλεύεται αλατωρυχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άλας -ατος + -ωρύχος < ορύσσω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλατωρυχία].