αλατωρυχείο

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

το
ορυχείο αλατιού, τόπος από όπου εξάγεται το ορυκτό αλάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλας -ατος + ορυχείο].