τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
και αλεπουρά και αλεπονουρά, η 1. η ουρά της αλεπούς
2. είδος σταφυλιού με μακρουλές ρώγες (αλλ. αλεπίτσα)
3. διάφορα αγρωστώδη φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + ουρά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλέπουρας].