αλεποουρά

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

και αλεπουρά και αλεπονουρά, η 1. η ουρά της αλεπούς
2. είδος σταφυλιού με μακρουλές ρώγες (αλλ. αλεπίτσα)
3. διάφορα αγρωστώδη φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού + ουρά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλέπουρας].