αλεπίτσα

From LSJ

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243

Greek Monolingual

και αλουπίτσα, η αλεπού
1. αλεπάκι, μικρή αλεπού
2. είδος σταφυλιού με μακρουλές ρώγες σαν την ουρά της αλεπούς.