ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
-ές (Α ἀληθοεπής)αυτός που λέει την αλήθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + -επὴς < ἔπος.ΠΑΡ. νεοελλ. αληθοέπεια].