ακρόπρωρο
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
Greek Monolingual
το (Α ἀκρόπρωρον) το άκρο της πλώρης πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πρῷρα (πρώρα)].