φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
ἀλευρόμαντις (-εως), ο (AM)αυτός που ασκεί τη μαντική χρησιμοποιώντας αλεύρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον + μάντις.ΠΑΡ. μσν. ἀλευρομαντεῖον.