ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
-ο(για ποτά) αυτός που περιέχει αλκοόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλκοόλη + -ούχος < έχω, πρβλ. γαλλ. alcoolique].