γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
ο (θηλ. -ίστρια)1. αυτός που επιδίδεται στον αλπινισμό, ο ορειβάτης2. στη στρατιωτική γλώσσα στον πληθυντικό αλπινιστές.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά του γαλλ. alpiniste].