αλυκρός

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390

Greek Monolingual

ἁλυκρὸς -ά, -όν (Α)
θερμός, χλιαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. ἁλέα (Ι), και πλάστηκε κατά τον τ. θαλυκρὸς ή προήλθε πιθ. από εσφαλμένο διαχωρισμό της λ. σε θἁλυκρός. Οπωσδήποτε η άποψη αυτή είναι προβληματική, γιατί προϋποθέτει αρχική δασύτητα της λ.].