γιατί

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

(μόρ. και σύνδ.)
Ι. (ως ερωτημ. μόρ.) (σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις)
1. για ποιόν λόγο;
2. για ποιό ή με τί σκοπό; II. (ως σύνδ. αιτιολογικός)
1. (σε εξαρτημένες αιτιολογικές προτάσεις ή αποκρίσεις) επειδή, διότι, για τον λόγο ότι...
2. (με άρθρο το ουδ. ως ουσ.) το γιατί (πληθ. τα γιατί)
λόγος, αιτία, δικαιολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. το μόριο γιατί < (αρχ. φρ.) διά τι, ενώ ο αιτιολογικός σύνδεσμος γιατί < φρ. για ότι].