εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
ἀμαλλοδετήρ (-ῆρος), ο (Α)αυτός που δένει τα στάχυα σε δεμάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμαλλα «δεμάτι από θερισμένα στάχυα» + -δετήρ < δῶ (-έω) «δένω»].