αλευροθήκη

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

η (Α ἀλευροθήκη)
1. θήκη ή κιβώτιο όπου θέτουν άλευρα για φύλαξη
2. σκάφη του αλευρόμυλου
αρχ.
αποθήκη αλεύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον + θήκη < τίθημι.