αμαρτίγαμος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
Greek Monolingual
ἁμαρτίγαμος, -ον (Α)
αυτός που δεν κατόρθωσε να παντρευτεί, άγαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτι- (< ἁμαρτάνω) + γάμος.