ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go
ἁμαρτίγαμος, -ον (Α)αυτός που δεν κατόρθωσε να παντρευτεί, άγαμος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁμαρτι- (< ἁμαρτάνω) + γάμος.