αμαρτίγαμος

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source

Greek Monolingual

ἁμαρτίγαμος, -ον (Α)
αυτός που δεν κατόρθωσε να παντρευτεί, άγαμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁμαρτι- (< ἁμαρτάνω) + γάμος.