αμπελογραφία

From LSJ
Revision as of 10:30, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

η (Γεωπ.)
κλάδος της Αμπελολογίας, με γενικό αντικείμενο τη σπουδή τών ειδών και τών ποικιλιών τών φυτών του γένους Άμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < άμπελος + -γραφία, πρβλ. γαλλ. ampelographie. Ο ελληνικός όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον βοτανολόγο και ποιητή Θεόδωρο Ορφανίδη].