αλεξάνεμος
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
Greek Monolingual
ἀλεξάνεμος, -ον (Α)
ο ἀλεξήνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι- (< ἀλέξω) + ἄνεμος, με σίγηση του -ι-.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξανεμία.