ἀλεξανεμία
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεξανεμία: ἡ, ἡ ἀπὸ τοῦ ἀνέμου προφύλαξις, ἀσφάλεια, Πολυβ. Ἀποσπ. 2, 451.
Russian (Dvoretsky)
ἀλεξᾰνεμία: ἡ защита от ветра Polyb.