ἀλεξανεμία

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεξανεμία: ἡ, ἡ ἀπὸ τοῦ ἀνέμου προφύλαξις, ἀσφάλεια, Πολυβ. Ἀποσπ. 2, 451.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεξᾰνεμία:защита от ветра Polyb.