αμφιθαλής

From LSJ
Revision as of 10:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμφιθαλής) θάλος
νεοελλ.
αυτός που έχει κοινούς με άλλον και τους δύο γονείς
«αμφιθαλείς αδελφοί», οι ομοπάτριοι και ομομήτριοι (πρβλ. ετεροθαλής)
αρχ.
1. κυριολεκτικά, αυτός που θάλλει, που ανθίζει και από τις δύο πλευρές (λέγεται για το παιδί που και οι δύο γονείς του βρίσκονται στη ζωή)
2. αυτός που έχει αφθονία αγαθών
3. αυτός που βρίθει, που έχει κάτι σε αφθονία
4. (για πράγματα) πλήρης, τέλειος
5. φρ. «ἀμφιθαλῆ κακοῑς», περικυκλωμένο από δεινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -θαλής < θάλος < θάλλω.