διάτραμις

From LSJ
Revision as of 18:07, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάτρᾰμις Medium diacritics: διάτραμις Low diacritics: διάτραμις Capitals: ΔΙΑΤΡΑΜΙΣ
Transliteration A: diátramis Transliteration B: diatramis Transliteration C: diatramis Beta Code: dia/tramis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,    A = λισπόπυγος, Stratt.74.

Greek (Liddell-Scott)

διάτρᾰμις: ὁ, ἡ, = λισπόπυγος, Στράττις ἐν Ἀδήλ. 15.

Greek Monolingual

διάτραμις (-εως), ο (Α) τράμις
(για κίναιδο) «ὁ διερρωγὼς τὴν τράμιν» — εκείνος του οποίου η τράμις, ο πρωκτός, έχει πλέον διαρραγεί, ο ξεσκισμένος.