διέδριον
From LSJ
English (LSJ)
τό, (ἕδρα) A seat for two persons, Anon. ap. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
διέδριον: τό, (ἕδρα) ἕδρα διὰ δύο ἀνθρώπους, Ἄδηλ. παρὰ Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ου, τό
asiento doble, PMichael.18.3.12 (III d.C.), Gloss.2.30, Sud.