διασκεδαστής

Revision as of 18:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A scatterer, as Adj., extravagant, reckless, τρόπος Ph.1.89.

German (Pape)

[Seite 602] ὁ, der Zerstreuer, Philo.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
desintegrador, exterminadordel Faraón, Ph.1.89, Origenes Pasch.49.29.

Greek Monolingual

ο (θηλ. -στρια, η) (Α διασκεδαστής διασκεδάστρια)
1. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντοκόπος
2. αυτός που διασκεδάζει τους άλλους
αρχ.
1. διασκορπιστής
2. ως επίθ. απερίσκεπτος, αμελής.