διασκεδαστής

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκεδαστής Medium diacritics: διασκεδαστής Low diacritics: διασκεδαστής Capitals: ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΗΣ
Transliteration A: diaskedastḗs Transliteration B: diaskedastēs Transliteration C: diaskedastis Beta Code: diaskedasth/s

English (LSJ)

διασκεδαστοῦ, ὁ, scatterer, as adjective, extravagant, reckless, τρόπος Ph.1.89.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
desintegrador, exterminador del Faraón, Ph.1.89, Origenes Pasch.49.29.

German (Pape)

[Seite 602] ὁ, der Zerstreuer, Philo.

Greek Monolingual

ο (θηλ. -στρια, η) (Α διασκεδαστής διασκεδάστρια)
1. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντοκόπος
2. αυτός που διασκεδάζει τους άλλους
αρχ.
1. διασκορπιστής
2. ως επίθ. απερίσκεπτος, αμελής.