γλεντοκόπος

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που γλεντοκοπά, ο γλεντζές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλεντώ + -κόπος].