διασταλτέον
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
A one must distinguish, Plot.1.3.1, Nicom.Ar.2.18, Sch.Il.2.3.
Greek (Liddell-Scott)
διασταλτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ διαστέλλειν, Νικόμ. 132, Ὠριγέν. κ. Κέλσ. σ. 388.
Spanish (DGE)
1 gener. hay que distinguir c. ac. πρῶτον δὴ δ. τοὺς ἄνδρας τούτους Plot.1.3.1, δ. πρότερον τὴν ὁμωνυμίαν hay que distinguir primero el doble sentido Nemes.Nat.Hom.M.40.673A, τὸ δ' ὅμοιον καὶ περὶ προνοίας δ. Origenes Cels.7.68, c. ac. y gen. δ. γὰρ ἐκείνων ταῦτα Phlp.in Mete.8.28, c. dat. agente πρότερον δὲ δ. ἡμῖν, ᾗ διαφέρει προμήκης ἀριθμὸς ἑτερομήκους Nicom.Ar.2.18.
2 gram. hay que puntuar, hay que separar con interrupción c. ac. de la palabra separada con pausa δ. ‘ἀμφότερον’ Sch.Er.Il.4.60-1, δ. βραχὺ ‘φρένα’ καὶ ‘θεοί’ Sch.Er.Il.9.244-5, c. diversas constr. prep. ἐπὶ τὸ τέλος τοῦ στίχους βραχὺ δ. hay que poner una pausa breve al final del verso Sch.Er.Il.7.255b, δ. ἐπὶ τὸ ‘μάλα’ Sch.Er.Il.1.85b, cf. 2.3-4, 4.14-5, 7.346a
•tb. en exégesis bíbl. οὕτω δ. τὸν λόγον Gr.Nyss.Hom.in Cant.259.12.