δραπετίνδα

Revision as of 19:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(Adv.) παίζειν, a game    A where one chased the rest, EM286.48; expld. by δραπετικῶς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 665] (παίζειν, παιδιά), ein Spiel, worin Einer mit verbundenen Augen, τηροῦ, φυλάττου rufend, die Andern zu fangen sucht, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾱπετίνδα: (ἐπίρρ.) παίζειν ἢ παιδιά. 1) παιδιά, «ἔστι δὲ τῆς μυΐνδα καλουμένης τρόπος, τῶν παίδων ὁ μέν τις μύει τοὺς ὀφθαλμούς, οἱ δὲ ἄλλοι φεύγουσι φυλαττόμενοι τὸ ἀγρευθῆναι» Ἐτυμ. Μ. 286. 49, Σουΐδ.

Spanish (DGE)

adv. a la manera de un fugitivo, a fugitivos n. de un juego infantil similar a la «gallina ciega», Hsch., Sud., EM 286.46G.

Greek Monolingual

δραπετίνδα επίρρ. (Α)
το παιχνίδι κρυφτό.