δραπετίνδα
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
(Adv.) παίζειν, a game where one chased the rest, EM286.48; expld. by δραπετικῶς, Hsch.
Spanish (DGE)
adv. a la manera de un fugitivo, a fugitivos n. de un juego infantil similar a la «gallina ciega», Hsch., Sud., EM 286.46G.
German (Pape)
[Seite 665] (παίζειν, παιδιά), ein Spiel, worin Einer mit verbundenen Augen, τηροῦ, φυλάττου rufend, die Andern zu fangen sucht, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱπετίνδα: (ἐπίρρ.) παίζειν ἢ παιδιά. 1) παιδιά, «ἔστι δὲ τῆς μυΐνδα καλουμένης τρόπος, τῶν παίδων ὁ μέν τις μύει τοὺς ὀφθαλμούς, οἱ δὲ ἄλλοι φεύγουσι φυλαττόμενοι τὸ ἀγρευθῆναι» Ἐτυμ. Μ. 286. 49, Σουΐδ.
Greek Monolingual
δραπετίνδα επίρρ. (Α)
το παιχνίδι κρυφτό.