καθυγρασμός
English (LSJ)
ὁ, A moistening, Sor.1.120, Aët.5.118.
German (Pape)
[Seite 1289] ὁ, Anfeuchtung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθυγρασμός: ὁ, τὸ καθυγραίνειν, ἡ γλῶττα δεῖται καθυγρασμοῦ Ἀετ. 93. 34.
Greek Monolingual
καθυγρασμός, ὁ (Α) καθυγραίνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθυγραίνω, η ύγρανση από βρέξιμο («ἡ γλῶττα δεῑται καθυγρασμοῡ», Αέτ.).